Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύλλαμψις — άμψεως, ἡ, Α [συλλάμπω] φωτισμός ενός σώματος ή ενός αντικειμένου από όλες τις πλευρές, συναυγασμός* … Dictionary of Greek
σύλλαμψιν — σύλλαμψις union of light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)